επαναρχίζω

επαναρχίζω
επανάρχισα
1. μτβ., αρχίζω πάλι κάτι ύστερα από μεσολάβηση διακοπής, ξαναρχίζω.
2. αμτβ. (συνήθ. μόνο στο γ' πρόσωπο), έπειτα από μικρή διακοπή αρχίζει ή αρχίζουν πάλι: Επαναρχίζουν οι εργασίες της Βουλής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαναρχίζω — και ξαναρχίζω αρχίζω εκ νέου, ξαναρχίζω μετά από διακοπή …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”